- άκτιστος
- άκτιστος , -η, -οнетварный, несотворенный:
Άκτιστες ενέργειες του Θεού — Нетварные энергии Бога,
Άκτιστο φως — Нетварный свет
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Άκτιστες ενέργειες του Θεού — Нетварные энергии Бога,
Άκτιστο φως — Нетварный свет
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
άκτιστος — και άχτιστος, η, ο (AM ἄκτιστος, ον) νεοελλ. (για οικοδομήματα) αυτός που δεν χτίστηκε ή δεν μπορεί να χτιστεί αρχ. αδημιούργητος μσν. «ἄκτιστον φῶς» το λαμπρότατο φως, το οποίο περιβάλλει τους Ησυχαστές, όταν βρίσκονται σε έκσταση θεωρείται ως… … Dictionary of Greek
άκτιστος — η, ο αυτός που δεν είναι χτισμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνάκτιστος — ον, Μ [ἄκτιστος] (για τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα) ο επίσης άκτιστος, όπως και ο Πατήρ … Dictionary of Greek
Gregor Palamas — Gregorios Palamas Gregorios Palamas (* Ende 1296 oder Anfang 1297 in Konstantinopel; † 14. November 1359 in Thessalonike) war ein orthodoxer Theologe und Schriftsteller und Erzbischof von Thessalonike. Er wurde 1368 heiliggesprochen und zählt zu… … Deutsch Wikipedia
Gregorios Palamas — (griechisch Γρηγόριος Παλαμάς, * Ende 1296 oder Anfang 1297 in Konstantinopel; † 14. November 1359 in Thessalonike) war ein orthodoxer byzantinischer Theolo … Deutsch Wikipedia
άκτιτος — ἄκτιτος, ον (Α) (για τη γή) ακαλλιέργητος (στα Μυκηναϊκά α ki ti to). [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τύπος τής λέξης ἄκτιστος*] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ιάκωβος ο Εδέσσης — (Συρία 640 – 708). Επίσκοπος και εκκλησιαστικός συγγραφέας. Ακολούθησε το ιερατικό στάδιο και, αρχικά, έγινε μοναχός στη μονή Κενεσρέ. Αργότερα, ως επίσκοπος Εδέσσης, προσπάθησε να επιβάλει στις μονές της περιφέρειάς του νέους μοναχικούς… … Dictionary of Greek
ԱՆԱՐԱՐ — (ի, աց.) NBH 1 0113 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 8c, 9c, 12c ա. ἅκτιστος increatus Ոչ արարեալ. անստեղծ. անեղ. ինքնագոյ. չստեղծուած, չեղած. ... *Անարար բնութիւնն Աստուծոյ: Անարար բնութիւն էականին Աստուծոյ. Սեբեր. ՟Է:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԱՆՀԱՍՏ — (ի.) NBH 1 0181 Chronological Sequence: 8c ա. ἅκτιστος increatus Ոչ հաստեալ. անստեղծ. անեղ. որ էն. *Զզանազանութիւն գտանեմք, որ յանհաստէն եւ ʼի հաստատելումն տեսանի. վասն զի մին նոյնպէս է միշտ. եւ միւսն ʼի ձեռն հաստման եղեալ՝ յայլայլելոյ գոլ սկսաւ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԱՆՍՏԱՑԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0237 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 8c, 9c, 12c ա. ἅκτιστος increatus Ո՛չ ստացեալ, եւ ոչ ստանալի, որպէս յն. ἅκτητος non possessus, qu adquiri non potest Բայց վարի որպէս յն. անստեղծ. անեղ. անեղական. *Երրորդութիւն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)